- προσηύδα
- προσηύδᾱ , προσαυδάωspeak toimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηύδας — προσηύδᾱς , προσαυδάω speak to imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαυδώ — άω, Α 1. μιλώ προς κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον μιλώντας του, προσαγορεύω («καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα», Ομ. Ιλ.) 2. (ενεργ και παθ.) μιλώ σχετικά με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐδῶ «μιλώ, λέω»] … Dictionary of Greek
φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek